πολυμέριμνον

πολυμέριμνον
πολυμέριμνος
full of care
masc/fem acc sg
πολυμέριμνος
full of care
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολυκίνητος — η, ο / πολυκίνητος, ον, ΝΑ 1. αυτός που κινείται πολύ («τὸ ἄρχειν πολυκίνητον καὶ πολυμέριμνον», Αριστοτ.) 2. αυτός που κινείται σε πολλά μέρη νεοελλ. 1. ευκίνητος, ταχυκίνητος 2. φρ. «πολυκίνητο αντανακλαστικό» ιατρ. αυξημένο αντανακλαστικό,… …   Dictionary of Greek

  • πολυμέρμερον — Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυμέριμνον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέρμερος «αυτός που προκαλεί φροντίδα, ανησυχία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”